- μεγαλοχάσμων
- μεγᾰλο-χάσμων, ον, gen. ονος,A wide-gaping,
χάνναι Epich.67
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χάνναι Epich.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλοχάσμων — μεγαλοχάσμων, ον (Α) (για το ψάρι χάννος) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το στόμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + χασμων (< χάσμα)] … Dictionary of Greek
μεγαλοχάσμονας — μεγαλοχάσμων wide gaping masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek